ἀστοκκάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοκκάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστοκκάριστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στοκκαριστὸς<στοκκάρω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διὰ στόκκου πληρωθείς, ἐπὶ τῶν μεταξὺ δύο προσηρμοσμένων ἀντικειμένων μενόντων κενῶν, τῶν ἁρμῶν, οἷον πατωμάτων, ὑελοπινάκων τῶν παραθύρων κττ.: Ἀστοκκάριστο πάτωμα - τζάμι κττ. Ἀντίθ. στοκκαρισμένος (ἰδ. στοκκάρω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA