ἀστόλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστόλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστόλιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀστό'στους βόρ. ἰδιώμ. ἀστόλιστε Τσακων. ἀστόλιχτος Πόντ. (Οἰν.) ἀστόλιγος Πελοπν. (Μάν.) Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. στολιστός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κοσμημένος, ἀκαλλώπιστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων κοιν. καὶ Πόντ.: ᾿Αστόλιστη γυναῖκα - ἐκκλησία - νύφη κττ. ’Αστόλιστο κορίτσι - σπίτι κττ. κοιν. || Γνωμ. Κόρη ἀστόλιστη σὰν ἄφκε͜ιαχτη πελεθούρα (κόρη ἀκαλλώπιστος ὁμοιάζει μὲ παράθυρον τοῦ ὁποίου δὲν ἐβάφησαν τὰ κάγκελα) Αἴγιν. 2) Ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ὁ μὴ ὑβρισθεὶς Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA