ἀποκουζουλαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουζουλαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκουζουλαίνω Κρήτ. ᾿ποκουζουλαίνω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουζουλαίνω.

Σημασιολογία

Καθιστῶ τινὰ τελείως κουζουλόν, ἔξαλλον, τρελλόν: ᾌσμ. ’Κοσιεννεˬὰ γραδῶ ρακὶ θὰ πιˬῶ νὰ μὲ ᾿νεδράμῃ, νὰ δώσω καὶ τῆς ἀγαπῶ νὰ μὲ ᾿ποκουζουλάνῃ. Ἤπιˬα κρασὶ κ᾽ ἐμέθυσα, ρακὶ κ᾿ ἐζάλισέ με κ᾽ εἶδα καὶ τὴν ἀγάπη μου κ' ἐποκουζούλανέ με. Συνών. ἀπομουρλαίνω, ἀποτρελλαίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/