ἀποκουκούλλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουκούλλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκουκούλλισμα τό, Ἄθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκουκουλλίζω.

Σημασιολογία

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ τελετή, καθ’ ἣν ἀφαιρεῖται τὸ κουκούλλιον μοναχοῦ προχειρισθέντος εἰς μεγαλόσχημον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/