ἀποσκουτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκουτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκουτώνω Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. σκουτώνω, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν scutum.
Σημασιολογία
Στεγάζομαι ὑπὸ δένδρον κατὰ τὴν διάρκειαν βροχῆς: Πάμε ν᾿ ἀποσκουτώσουμε λίγο ἀποκάτου ἀπὸ τὴν ἐλα͜ιὰ ὅσο νὰ περάσῃ ἡ ψιχάλα. Συνών. σκουταρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA