ἀποσκούφωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκούφωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποσκούφωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ποσκούφωτος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκουφωτὸς<σκουφώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ φορῶν κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλήν, ἀσκεπής : ᾎσμ. Βάλ-λουσι σκάλαν ᾽ς τον σταυρόν ταί τα καρφιˬά του βκάλ-λουν τ’ ἡ Δέσποινα ’ποσκούφωτη γονατισμένη ὀμπρός του. Συνών. ἀποκέπαστος 1, ξεσκούφωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA