ἀποκουλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουλιˬάζω ἀμάρτ. ᾽ποκουλιˬάζω Κύπρ. - ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,30
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπό καὶ τοῦ ρ. κουλιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Καθαρίζω τι διὰ τοῦ ἠθμοῦ, διηθῶ μετβ. καὶ ἀμτβ. ἔνθ' ἀν.: Ἐποκούλιˬασεν τὸ νερὸν τ’ ἔμεινεν ἡ λάσπη Κύπρ. 'Ποὺ τὰ τσίπουρα ᾿ποκουλιˬάζει τὸ κρασὶν αὐτόθ. - Ποίημ. Βκαίν-νει ταὶ ’ποῦ τὸν ᾍδην φῶς γιˬὰ νὰ φανερωθῇ, ποῦ ’ποκουλιˬάζει μέσα ’τεῖ κάθε κακὸν τιˬ ἀράσσει ΧΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑπολείπομαι Κύπρ.: ’Πὸ οὕλους μανιχός σου ἐποκούλιˬασες. Συνών. ἀπομένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA