ἀστούμπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστούμπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστούμπιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀστούμπιστους Εὔβ. (Στρόπον.) ἀστούμπ’στους Μακεδ. ἀστρούμπιστος Λεξ. Δημητρ. ἀστούμπιγος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Μάν. Τρίκκ.) ἀστούμπ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *στουμπιστὸς<στουμπίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ακοπάνιστος, ἀσύντριπτος, κυρίως ἐπὶ ξηρῶν καρπῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀστούμπιστα ἀμύγδαλα - σκόρδα πολλάχ. Καφὲς ἀστούμπιγος Κλουτσινοχ. ’Αστούμπιστους βίκους Στρόπον. ᾽Αστούμπιστ᾿ φακῆ αὐτόθ. ’Αστούμπιστου καλαμπόκι αὐτόθ. Ἀστούμπ'γου σ᾿τάρ᾿ Αἰτωλ. 2) Ὁ μὴ δαρεὶς Πελοπν. (Μάν.) Ἔνν͜οια σου κ’ ἔτσι ποῦ κάνεις δὲ θὰ φύγῃς ἀστούμπιγος! 3) Ὁ μὴ συμπιεσθείς, ὁ μὴ συνθλιβεὶς Λεξ. Δημητρ.: Πόδι- χέρι ἀστούμπιστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/