ἀπομωραμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομωραμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπομωραμάρα ἡ, Ἤπ. ἀπουμουραμάρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπομωραμὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -άρα.
Σημασιολογία
᾿Απομώρανσις, ἀποχαύνωσις ἔνθ’ ἀν.: Τὰ πρόβατα τὰ πιˬά’ ἀπουμουραμάρα κὶ δὲν κουνει͜ῶντι ἀπ᾿ τοὺν τόπου τους Αἰτωλ. Συνών. ἀπομώρα 1, ἀπομωραμός, ἀπομώρασι, ἀπομώριˬα, ἀπομωρίλα 1, ἀπομωροσύνη, ἀπομώρωμα, ἀπομωρωμός, ἀπομώρωσι, χαζωμάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA