ἀποσκύφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκύφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκύφτω Κρήτ. Σίφν. ἀποκιˬούφου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκύφτω.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τινὰ νὰ κύψῃ πρὸς τὰ ἐμπρὸς Κρήτ. : ᾿Αποσκύφτει τονε καὶ τοῦ παίζει ἕνα σόι ξυλεˬὲς ποῦ δὰ τσοὶ θυμᾶται ὥστε νὰ ζῇ. 2) Κύπτω, κυρτοῦμαι ὑπὸ γήρατος Σίφν. : Ἠπόσκυψε ὅλως διόλου ἡ τάδε. 3) Κύπτω τὴν κεφαλὴν ἕνεκα νυσταγμοῦ, ἀποκοιμῶμαι Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA