ἀστοχεύω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστοχεύω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστοχεύω (Ι) ἀμάρτ. ἀστοεύω Πόντ. (Τραπ.) ἀστοεύκω Κύπρ. (Γερμασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄστοχος.
Σημασιολογία
1) Φέρομαι ὡς πρωτόπειρος εἴς τι Πόντ. (Τραπ.): ’Σ σὴν δουλείαν ἀτ’ ἀστοεύ’. 2) ᾿Αποτυγχάνω εἰς τὰς γεωργικάς μου ἐργασίας λόγῳ ἀφορίας Κύπρ. (Γερμασ.): Φέτι ἀστοέψαμεν τ’ ᾿ὲν ἐγεˬωρκήσαμεν καθόλου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA