ἀποπρωίνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπρωίνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποπρωίνισμα τό, ἀποπίρνισμαν Πόντ. (Σάντ.) ἀποπίρνιγμαν Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀποπρωινίζω.
Σημασιολογία
Ἡ λίαν πρωὶ ἀφύπνισις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA