ἀποκουντουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουντουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουντουρίζω Ρόδ. ἀποκουdουρίζω Κρήτ. ᾿ποκουντουρίζω Μεγιστ. ’πεκουντουρίζω Ρόδ. ἀποκουdουρῶ Κρήτ. ᾽ποκουντουρῶ Μεγιστ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποκουντουρίζω.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Ἀπομακρύνομαι μετὰ θυμοῦ ἢ περιφρονήσεως, ἀποσύρομαι εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας ἢ θυμοῦ ἔνθ’ ἀν.: Γιˬατί ἐπεκουντούρισες καὶ δὲ μᾶς μιλεῖς; Ρόδ. Μὲ τὸ ν᾽ ἀποκουdουρίζῃς θαρεῖς πῶς θὰ σοῦ περάσῃ; Κρήτ. Γιˬατί κάθεσαι ’ς τὴν ἄκρη σὰν ᾽πεκουντουρισμένος; Ρόδ. Ἀποκουdούρισε καὶ δὲν ἔρχεται νἀ φάμε Κρήτ. || ᾎσμ. Ὅπου ’γαπᾷ παντοῦ παντοῦ καὶ δὲ μονοστατίζει, δῶσ’ του, Θεγέ μου, μιˬὰ χειλοῦ νὰ τοῦ ᾽πεκουντουρίζῃ Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 246 (ἔκδ. GWagner σ. 72) «κι ἀπῆτις φά καὶ γλείψῃ σε, τότ’ ἀποκουντουρίζει | κι ἄλλον εὑρίσκει νὰ τὸν τρώ’ καὶ σέν’ ἀποχωρίζει». Συνών. χολιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA