ἀστοχεύω (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστοχεύω (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστοχεύω (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀστοεύω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστόχι, δι᾿ ὃ ἰδ. ἄστοχος.

Σημασιολογία

1) Καταρῶμαι πρᾶγμά τι νὰ καταντήσῃ ἀστόχι, ἤτοι ρημάδι, νὰ ἐρημωθῇ, νὰ μείνῃ ἄκληρον Πόντ. (Χαλδ.): Μ’ στοεύ’ς ἀτο. 2) Καταρῶμαί τινα νὰ μείνῃ ἀκληρονόμητος Πόντ. (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/