ἀποσοδε͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσοδε͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσοδε͜ιάζω ἀμάρτ. Μέσ. ἀποσοδε͜ιάζομαι Κύθν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σοδε͜ιάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν συγκομιδὴν τῶν καρπῶν καὶ ἰδίᾳ τῶν γεννημάτων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA