ἀπομωρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομωρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομωρίζω Κύπρ. (Λεμεσ.) ’πομωρίζω Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μωρό, δι' ὃ ἰδ. μωρός.

Σημασιολογία

1) ᾽Απασχολῶ εὐαρέστως, καταπραΰνω, ἐπὶ τῶν βρεφῶν: 'Πομὼρισ’ ἕνα κουρὶν τὸ μωρόν ταὶ ἔρκουμ' εὐτύς. Μὲν μὲ γυρεύκῃς, γιˬατὶ ᾿πομωρίζω τὸ μωρόν. 2) 'Αμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀπασχολοῦμαι περὶ μικρόν τι εὐαρέστως, περνῶ τὴν ὥραν μου: Ἔλα ᾿πόψε ’τεῖ κοντά μου νὰ ᾿πομωρίσωμεν κομ-μάτιν. Παίζομεν χαρκιˬὰ νὰ ᾿πομωρίσωμεν. Ἔλα νὰ ᾿πομωριστοῦμεν μὲ κἀνέναν ὅσον νὰ ’τοιμαστῇ τὸ φαεῖν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/