ἀπόπυρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόπυρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόπυρα ἐπίρρ. Χίος ᾽πόπυρα Κὺπρ. (Γερμασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπίθ. ἀπόπυρος.
Σημασιολογία
1) Πλησίον τῆς πυρᾶς Χίος: Βάλε το ἀπόπυρα. 2) Μετὰ τὴν ἐν τῷ κλιβάνῳ ὄπτησιν τῶν ἄρτων Κύπρ. (Γερμασ.): ’Πόπυρα τοῦ φοῦρνου μου ἔλα νὰ φουρνίσῃς ταὶ σού. Συνών. ἀποκαῆς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA