ἀποσουρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσουρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσουρεύω Κάρπ. ἀποσουρεύγω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σουρεύω.

Σημασιολογία

Καταλαλῶ τινα, διασύρω, συκοφαντῶ: ᾎσμ. Ξεμυστηρεύτης κ᾽ εἶπες το ᾽ς τοὶς ἐικολογιˬές σου, ᾽ς τοὶς γενεοκυκλάες σου κ’ ἐποσουρέψασί με Κάρπ. Νὰ μὴ σὲ βλέπ’ ἡ ’ειτονιˬὰ κ’ οἱ ᾿πίουλοι ᾿ειτόνοι καὶ ποῦσιν τα τῆς μάννας μου, καταμυτ-τώσουσίν με καὶ ᾿είρῃ καὶ σκοτώσῃ με καὶ σέν’ ἀποσουρέψῃ αὐτόθ. Συνών. σουρεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/