ἀποκούρασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούρασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκούρασι ἡ, Λῆμν. Νάξ. Σέριφ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκουράζομαι͵ δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποκουράζω.
Σημασιολογία
Ἀνάπαυσις ἀπὸ κόπου ἔνθ. ἀν.: Νὰ κάμω ἕνα παιδι νὰ τὸ ‘χω ἀποκούρασι Νάξ. Ἡ λ. καὶ ἐν τῷ περιφραστικῷ τοπων. Παναγία τῆς ἀποκουράσεως (ναΐδιον ἐπὶ τοῦ βουνοῦ, ὅπου οἱ ἀναβαίνοντες καθήμενοι ξεκουράζονται) Σέριφ. Συνών. ἀναπαὴ 1, ἀνάπαμα, ἀναπαμὸς 1, ἀνάπαψι 1, *ἀνάπλα (ΙΙ), ἀνάσα Ι, ἀνάσασι 1, ἀνάσασμα, ἀνασασμός, ἀνασοὴ 1, ἀποκουρασιˬά, ξαπόσταμα, ξεκούρασι, ξεκουρασιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA