ἀποκούραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκούραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκούραστος ἐπίθ. Σίφν. ἀποκούραος Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκουράζομαι, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀποκουράζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀπὸ τοῦ κόπου ἀναπαυθείς: Ἀποκούραος εἶμαι τώρα. 2) Ὁ μὴ καταπονῶν: Ἡ πέννα εἶν’ ἀποκούραστη καὶ εἶναι καὶ μηνιάτικο καλὸ (ἡ γραφικὴ ἐργασία εἶναι ξεκούραστη δουλειὰ). Συνών. ξεκούραστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA