ἀποκουρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκουρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκουρεύω (ΙΙ), Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀπογουρεύω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) Μετοχ. ᾿πεγουρεμένος Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουρεύω (ἐκ τοῦ Τουρκ. kurmak).
Σημασιολογία
1) Διαλύω τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται ἔνθ’ ἀν.: Ἀποκουρεύω τὴ ᾿στάρην (τὸν ὑφαντικὸν ἱστὸν) Κερασ. 2) Μέσ. ἀποκομίζω τὰ σκεύη καὶ ἔπιπλα τῆς οἰκίας καὶ ἀπέρχομαι Πόντ. (Κερασ.) β) Μεταφ. ἐξαντλοῦμαι, καταβάλλομαι ἕνεκα κόπου, λύπης κττ. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γέρως νὰ ἔτον τσ᾿ ἔκλαιγεν, κοτζός, ᾿πεγουρεμένος Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA