ἄπονα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπονα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄπονα ἐπίρρ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπονος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ἄνευ πόνου, ἀνωδύνως Λεξ. Δημητρ.: Ἄπονα μοῦ ’βγαλε ὁ γιˬατρὸς τὸ δόντι. 2) Ἄνευ λύπης, ἀπόνως, ἀσπλάγχνως σύνηθ.: Ἄπονα φέρεται ᾽ς τὴ γυναῖκα του-’ς τοὺς γονεῖς του-’ς τὰ παιδιˬά του. Ἄπονα φέρθηκε’ς τοὺς γέρους του σύνηθ. || ᾎσμ. Σὄχω πολλὰ παράπονα, | ᾿ιˬατὶ μὀφέρθης ἄπονα Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Συνών. ἀπόνετα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/