ἀποριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποριˬάζω Χίος (Χαλκ.) ἀπουριˬάζου Μακεδ. (Αὐλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπορος. Παρὰ Σομ. μετοχ. ἀποριˬασμένος.

Σημασιολογία

Καθίσταμαι ἄπορος, δυστυχὴς ἔνθ’ ἀν.: Ἡ Φτέρ' ἦταν χουριˬό, μον’ τώρᾳ ἀπόριˬασι Αὐλ. Μετοχ. ἀποριˬασμένος = δυστυχής, ἀξιολύπητος Χίος (Χαλκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/