ἀπορκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορκίζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.) ἀπουρκίζω Πόντ. (Κοτύωρ.) ᾽πορκίζω Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπορκίζω (ἐξορκίζω) κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. ἀπό.

Σημασιολογία

᾿Αναγινώσκω ἐπί τινος τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἐξορκισμοὺς πρὸς ἀπαλλαγήν του ἀπὸ διαβολικῆς ἐπηρείας ἢ ἀσθενείας ἢ πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν ἐπακολούθων ἰσχυροῦ τρόμου, ἐκπλήξεως κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔγκαμε τὸν ποππᾶν κ᾿ ἐπόρκ᾿σεν ἀτον κ᾽ ἐέντον καλὰ Χαλδ. Θὰ κούζωμε τὸν ποππᾶ ν᾽ ἀπουρκίζ’ τον (ἀντὶ ν’ ἀπουρκίζῃ ἀτον) Κοτύωρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ’Ιουστ. Μάρτ. ᾿Απολ. 2,6 τέλ. «ἐπορκίζοντες κατὰ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Συνών. διˬαβάζω, ξορκίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/