ἀπόκουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκουρο τό, Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καρδαμ. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.) ᾿πόκουρον Κύπρ. ’πόγκουρον Κύπρ. (Καρπασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κουρά.

Σημασιολογία

1) Συνήθως πληθ., τὰ μετὰ τὴν πρώτην κουρὰν διὰ δευτέρας κουρᾶς λαμβανόμενα μαλλία ἀπὸ τῶν προβάτων Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καρδαμ. Μεσσ. κ.ἀ.) 2) Ἀπόκομμα ξύλου Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύπρ.: Ηὗρα κἄμποσα ἀπόκουρα τσαὶ φόρτωσα Κάρυστ. 3) Μεταφ. α) Παῖς οὐχὶ καθ' ὅλα ἅρτιος, μικρόσωμος, ἀσθενικὸς Πελοπν. (Μάν.) β) Οἱ μετὰ τὴν συγκομιδὴν ὑπολειπόμενοι καρποὶ ἐπὶ δένδρων ἢ ἄλλων φυτῶν ἢ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, οἱ διὰ δευτέρας συλλογῆς λαμβανόμενοι, συνήθως ἐπὶ κερατεῶν, ἐλαιῶν, ἀμπέλων, σικυῶν Κύπρ. (Καρπασ. κ.ἀ.): Τὸ πιπόνιν τοῦτον ἔμ᾽ ᾽πόγκουρον. Συνων ἀπόκομμα 1 γ, ἀποκούριν (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/