ἀπόσπασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσπασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσπασμα τό, λόγ. σύνηθ. ’πόσπασμαν Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ ἀπόσπασμα.

Σημασιολογία

1) ᾽Αποσπασιˬά, ὃ ἰδ., Κύπρ. 2) Πᾶν τὸ ἀποσπώμενον ἀπὸ ὅλου τινός, μέρος, τμῆμα, οἷον λόγου, δημοσιεύματος, ἐπιστολῆς κττ. λόγ. σύνηθ. : ᾿Απόσπασμα τοῦ λόγου τοῦ δεῖνα. ᾿Απόσπασμα περιοδικοῦ. 3) Ὡς στρατιωτικὸς ὅρ., τμῆμα στρατοῦ ἢ χωροφυλακῆς ἀπεσπασμένον πρὸς ἐκτέλεσιν ὡρισμένης ὑπηρεσίας, οἷον πρὸς δίωξιν ἐγκληματιῶν κττ., λόγ. σύνηθ.: Στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα. ᾿Απὸ τὸ χωριˬὸ πέρασε σήμερα τὸ ἀπόσπασμα. Τὸν κυνηγᾷ-τὸν ἔπιˬασε τ’ ἀπόσπασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/