ἀποσπεριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπεριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπεριˬάζω Θήρ. (Οἴα κ. ἀ.) Κύθν. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -Λεξ. Μπριγκ. ᾽ποσπεριˬάζω Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀποσπεριˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

Διέρχομαι τὴν ἑσπέραν ἔνθ’ ἀν :Ἔλα ν᾽ ἀποσπεριˬάσωμε Λακων. Πᾶσα βράδυ παίρνομε τὴ gάρτσα μας καὶ πάμε ᾿ς τῆς δεῖνα κι ἀποσπεριˬάζομε Θήρ. || Παροιμ. Ἅμα δῇς κολοτσυθάτσι, ἀποσπέριˬαζε λιγάτσι, τσ᾽ ἅμα δῇς τὴν κολοτσύθα, ἀποσπέριˬαζ' ὅλη νύχτα Οἴα. Συνών. ἀποσπερίζω (ΙΙ) 2, γειτονεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/