ἀπονέκρωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονέκρωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπονέκρωσι ἡ, Τῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπονέκρωσις.
Σημασιολογία
᾿Επὶ ἐδωδίμου, ἀποποίησις: Τοῦ κάμετε ἀπονέκρωσ’ (δὲν ἐδέχθητε τὸ προσφερόμενον ἐδώδιμον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA