ἀποσπερίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπερίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποσπερίδα ἡ, Ἀντικύθ. Θήρ. Θράκ. Κρήτ. (Βιάνν. Μονοφάτσ. Σητ. κ.ἀ.) Κύθν. Μύκ. Τῆν.-Λεξ. Κουμαν. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀποσπερία Κάρπ. ᾿ποσπερίδα Κῶς

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἑσπερίδα.

Σημασιολογία

1) Ἡ κατὰ τὴν ἑσπέραν γινομένη συναναστροφή, ἑσπερίς ἔνθ’ ἀν. : Τὸ χειμῶνα μαζώνουdαι οἱ κωπελλιˬὲς καὶ κάνουνε ἀποσπερίδες Σητ. Ποῦ θὰ κάμετε ἀπόψε τὴν ἀποσπερίδα; αὐτόθ. Πάει ᾿ς τὸ σπίτι τσῆ γρᾶς ᾿ς τὴν ἀποσπερίδα Βιάνν. Νὰ ’ρθῆτε ᾿ς τὸ σπίτι μας νὰ περάσωμε τὴν ἀποσπερίδα Σητ. Κάμαμε τὴν ἀποσπερίδα κ᾿ ἤρθαμε νὰ κοιμηθοῦμε Μονοφάτσ. || Γνωμ. Ἦμπεν ὁ Σταυριˬάτης κ’ ἡ ἀποσπερία (ὅτι μετὰ τοῦ φθινοπώρου ἀρχίζουν αἱ ἑσπερίδες. Σταυριˬάτης₌Σεπτέμβριος) Κάρπ. || ᾌσμ. ᾿Εμεῖς ἐμόσαμε τὰ δυˬὸ βραδε͜ιὰ νὰ μὴ ξωμείνω μήε νυχτοξημέρωμα μήε κιˬ ἀποσπερία Κάρπ. Ἀκούσετε νὰ σᾶς εἰπῶ αὐτὴν τὴν ἱστορία, ποῦ ᾿ρταν οἱ κλέφτες τσ᾿ ηὗραν μας εἰς τὴν ἀποσπερία αὐτόθ. Ἡ--ἀποσπερίδα κ’ἡ--αὐγὴ βοηθᾷ τσῆ χήρας κιˬ ὀρφανῆς Κρήτ. Ποῦ ’ν’ ἡ--ἀποσπερίδα μας καὶ τὰ γλυκά μας λόγιˬα, τώρᾳ μᾶς ἐγυρίσανε δάκρυˬα καὶ μοιρολόγιˬα αὐτόθ. Συνών. ἀποσπέρι 1, ἀποσπεριˬά, ἀποσπερινὴ (ἰδ. ἀποσπερινὸς 2δ), ἀποσπέρισμα (ΙΙ), ἀποσπέριˬωμα, βεγγέρα, νυχτέρι, παρακάθι. 2)Συνεκδ. ἡ ἐργασία ἡ γινομένη κατὰ τὴν διάρκειαν ἑσπερίδος Κύθν. κ.ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. 3) Ἡ κατὰ τὴν ἑσπέραν γινομένη παραφύλαξις λαγωῶν, ἐπὶ κυνηγῶν Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/