ἀποσπερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπερίζω (ΙΙ) πολλαχ. ἀπουσπερίζου βόρ. ἰδιώμ. ’ποσπερίζω Κρήτ. Ρόδ. ἀποσπερίτζω Σίφν. ἀποσπερίζ-ζω Σύμ. ἀπουσπιρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ποσπερίζω Κύπρ. Σύμ. ᾽ποσπερίτζω Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀποσπέρα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς ἑσπέρας Κύπρ. : ’Ποσπεριστήκαμεν ’ς τὸ δεῖνα μέρος. Συνών. νυχτώνω. 2) Ἀποσπεριˬάζω, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Χτές ἀποσπερίσαμε ’ς τοῦ δεῖνα πολλαχ. Τοὺς προσκάλεσε νά ἀποσπερίσουν Καρ. (Μοῦγλ.) Ἔλα νὰ πά νὰ ᾽ποσπερίσωμε ’ς τοῦ bάρbα Κρήτ. Εἴχαμε πάει ’ς τὴ σανιδωμένη κάμαρη γιˬὰ πεˬὸ ζέστη κι ἀποσπερίζαμε Σίφν. Καὶ μετβ. Κρήτ.: Μοῦ ᾽πε πῶς δά ’ρθοῦνε ἀργὰ μὲ τὸ σύdεκνο νά μᾶσε ᾿ποσπερίσουνε. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. 3) ’Εργάζομαι διανυκτερεύων Θήρ. Κύθν. Σάμ. Σίφν.κ.ἀ. : Γνωμ. Ὅταν δῇς κολοκυθάκι, | ἀποσπέριζε λιγάκι, κι ὅταν δῇς τὴν κολοκύθα, | ἀποσπέριζ’ ὅλη νύχτα (ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην αὐξάνουν αἱ νυκτεριναὶ ἐργασίαι) Κύθν. κ.ἀ. 4) Φυλάττω τι δι᾽ ὅλης τῆς νυκτὸς Κύπρ. : Ἐποσπέρισες τὸ φαεῖν; ρῖξε το. Νὰ μὲν ἀποσπερίζῃς τό φαεῖν καὶ χαλᾷ. ᾿Εποσπερίστην τὸ φαεῖν. 5) Ἐκθέτω τι ἐν καιρῷ τῆς νυκτὸς Κύπρ. : ᾽Εποσπέρισα τοῦτον τὸ ροδόστεμ-μαν ’ς τ’ ἄστρα γιὰ νὰ νίβκουμεν τὸ μωρόν. ᾽Εποσπερίστην τὸ νερὸν τ’ ἐκρύανεν. Νὰ ’ποσπερίσῃς τὸ δκιˬβασμένον νερὸν ταὶ ’ποὺ τὸ πουρνὸν νὰ τὸ λουθῇς ἀνάτριχα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/