ἀπορράβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορράβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορράβω, ἀπορράφτω Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ.) ἀπορράβω σύνηθ. ἀπουρράβου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀπορράβω Θήρ. κ.ἀ. ’πορράβγω Σύμ. ᾿πορράβγου Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ’πουρράβγω Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἀπορράπτω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αφαιρῶ τὴν ραφήν, διαλύω τὰ ράμματα Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ.): Παροιμ. Ράβγε ᾿πούρραβγε, δουλε͜ιὰ νὰ μὴ σὲ λείπῃ (ἐπὶ ματαιοπονίας. Συνών. παροιμ. ράβε ξήλωνε, δουλε͜ιὰ νὰ μὴ σοῦ λείπῃ) Μεγίστ. Συνών. ξερράβω, ξηλώνω. 2) Τελειώνω τὴν ραφήν, τὸ ράψιμο σύνηθ.: Ὥσπου ν᾽ ἀπορράψω τὸ ’πουκάμισο βράδυασε. Σήμερα ἀπορράβω τὰ ροῦχα. Ἔρραψε κιˬ ἀπόρραψε τὰ προικιˬά της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/