ἀποσπερινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπερινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποσπερινὸς ἐπίθ. Σέριφ. Τῆλ. Χίος -ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ. 2 119 -Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. ἀποσπερινὲ Τσακων. ’ποσπερινὸς Πάτμ. κ.ἀ. ἀποσπερ’νὸς Ἴος Κρήτ.-Λεξ. Βάιγ. ΙΙρω. Δημητρ. ἀπουσπιρ’νὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ. ἀπόσπερ’νος ΣΣκίπη Σερεν. λουλουδ. 24 ἀποσπερ’νὴ ἡ, Κρήτ. -Λεξ. ΙΙρω. Δημητρ. ἀπεσπερ᾽νὸ τό, Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀποσπερ’νὸ Κρήτ. -ΝΠετμεζ. Ἁπλ. λόγ.53 ἀπόσπερ’νο ᾿΄Ηπ. -Λεξ. Βάιγ. Δεὲκ Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,9 καὶ 67 ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 157.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀποσπερινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ τῆς ἑσπέρας, ἑσπερινός, βραδινὸς Θράκ. (Μάδυτ.) Ἴος Κρήτ. Πατμ. Τῆλ. Τσακων. Χίος κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βάιγ. Δεὲκ Πρω. Δημητρ.: Ἀποσπερινὸς καιρὸς Λεξ. Δεὲκ Σιργιˬάνι ἀποσπερινὸ αὐτόθ. Ἀποσπερ᾿νὴ κοιμηθιˬὰ ἢ ἀποσπερ’νὴ στεσὰ (τόπος ὅπου κατὰ τὴν ἑσπέραν ὁδηγοῦνται τὰ ποίμνια διὰ νὰ κοιμηθοῦν) Κρήτ. Ἀπουσπιρ’νὴ βασ’λόπ’ττα (ἡ κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῆς πρώτης τοῦ νέου ἔτους κοπτομένη) Μάδυτ. Γνωμ. Τὸν ἀποσπερινὸν θυμὸν τὸ τάχυ φύλαγέ τον Χίος. ’Ποσπερινὸ φαεῖ ἄφινε, ᾿ποσπερινὴ δουλε͜ιὰ μὴν ἀφίνῃς Πάτμ. ‖ ᾎσμ. Φεγγάρι μ᾿ ἀποσπερινὸ μὲ τὸν μεάλο κύκλο, ἄμε χαιρέτισέ μου τον μέσ᾿ ᾿ς τὸν βαρύν του ὕπνο Τῆλ. -Ποιήμ. Σὰν τοὺ φαγεῖ τ᾽ ἀπουσπιρνὸ τοῦ ξαναζισταμένου τέτο͜ιου ᾿νι τ᾿ ἀdρόγυνου τοῦ ξαναπαdριμένου Λέσβ. ’Σ τ᾽ ἄγραφο, ’ς τ’ ἀποσπερινὸ τραγούδι ποῦ τ’ ἀρχίζει σὰν κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸ χλωρὸ βουνόπλαγο ὁ τσοπάνης ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ. 2 ἔνθ’ ἀν. Μήπως τ᾿ ἀπόσπερ’να ἀηˬδονάκιˬα | καί τὰ πουλλιˬά τῆς χαραυγῆς, | μήπως τ᾽ ἀπόσπερ᾽να ἀηˬδονάκιˬα . . . ; ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ’Ιδ. Ἐρωτοπαίγν. στ. 564 (ἔκδ. Hesseling-Pernot 48) «ἐσύ ’σαι τῆς νυκτὸς δροσιὰ καὶ πάχνη τοῦ χειμῶνα | καὶ φέγγος ἀποσπερινόν». Συνών. ἀποβραδινὸς 4, ἀπόσπερος 1, βραδινός, ἑσπερινός, ἀντίθ.πρωινός. 2) Οὐσ. α) ὁ ἀστὴρ ᾽Αφροδίτη Σέριφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποσπερίτης 1. β) Ὁ βόλος τῶν δικτύων ὁ ριπτόμενος τὴν ἑσπέραν πρὸς ἁλιείαν Ἴος. γ) Θηλ. καὶ οὐδ. ἑσπέρα Κρήτ. κ.ἁ. -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ἀν. ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾽ἀν. ΝΠετμεζ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. : Τὸ χωριˬὸ σκεπάζονταν μὲ τὰ θολὰ σκοτάδιˬα τ᾿ ἀπόσπερ’νου ΧΧρηστοβασ. ἔνθ' ἀν. || Ποιήμ. Τ’ ἀπόσπερ’νο κι ἀποβραδὺς ποῦ βασιλεύει ὁ ἥλιˬος ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Καμπάνα ποῦ χτυπᾷ ἀργὰ τ’ ἀποσπερ’νοῦ τὴν ὥρα ΝΠετμεζ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 23 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἐπέρνα μέρες σκοτεινές, νύχτες ἀσβολωμένες, | ἀποσπερ’νὲς λαχταριστὲς κι αὐγὲς περιωρισμένες». Συνών. ἀπόβραδο Ι, ἀπόσπερο (ἰδ. ἀπόσπερος 1β). δ) Θηλ., ἀποσπερίδα 1, ὃ ἰδ.. Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ε) Οὐδ., ζύμη κατὰ τὸν χειμῶνα ἀφ’ ἑσπέρας παρασκευαζομένη πρὸς ζύμωσιν Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA