ἀπόκουφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκουφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόκουφος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 99
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ὑπόκωφος.
Σημασιολογία
Ἐλαφρῶς θορυβώδης, ὁ μετὰ βοῆς βαθείας, ὑπόκωφος: Ἀνέβαινε ἀποκάτου βαθὺ καὶ ἀπόκουφο τῆς στέρνας τὸ μουγγὸ ἀνατάραμα σὰ θεριˬοῦ ἁλυσοδεμένου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA