ἀπόσπερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσπερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσπερμα τό, ΣΣκίπη Τσιγγανόθ. 24 ἀπόσπαρμα Λεξ. Αἰν. ἀπόραμα Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσπέρνω.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέλος τῆς σπορᾶς Τσακων. -Λεξ. Αἰν. Συνών. ἀποσπάρσιμο, ἀποσποριˬά 1. 2) Τὸ τελευταῖον τέκνον Τσακων. Συνών. ἀποβυζαστάρι, ἀποκούκκι 2, ἀποκούνι, ἀποσούρι, 4 ἀποσπόρι,4 ἀποσπορίδι 2. 3) Κακὸς ἀπόγονος ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Κατάρα ᾿ς τῆς Παντώρας τ’ ἀποσπέρματα, κατάρα ᾿ς τοὺς ἀνίδεους πρωτογόνους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/