ἀπορρέτσινο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορρέτσινο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπορρέτσινο τό, ’Αθῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ρετσίνα.
Σημασιολογία
Ἡ ἐκ τῶν οἰνοφόρων βυτίων μετὰ τὴν κένωσιν αὐτῶν ἐξαγομένη τρύξ. Συνών. λάσπη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA