ἀπόσπερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσπερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόσπερος ἐπίθ. ΠΒλαστοῦ Ἀργώ 74 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ᾿πόσπερος Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀπόσπερο τό, ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 35 καὶ Παραμύθ. 45 ΣΠασαγιάνν. ἐν Τέχν. 1,142 -Λεξ. Βλαστ. 366
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἑσπέρα.
Σημασιολογία
1) Ὁ τῆς ἑσπέρας, ἑσπερινὸς ΠΒλαστὸς ἔνθ’ἀν. -Λεξ.Πρω. Δημητρ. : Ἀπόσπερο λιμάνι ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποσπερινὸς 1 β) Οὐσ., ἑσπέρα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. : Ἕνα ἀπόσπερο μοῦ λέει ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. ἔνθ’ ἀν. Κάθε ἀπόσπερο ὁ φυγόδικος ὁ Τρύφως γλιστρᾷ ’πάνω απ’ τὸ λόγγο ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. ἔνθ’ ἀν || Ποίημ. ᾽Απὸ τὰ δέντρα τὰ πουλλιˬὰ στερνολαλιˬές ἀφίνουν καὶ σβήνουν μέσ᾿ ’ς τ’ ἀπόσπερο ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποσπερινὸς 2γ. 2) ᾿Αρσεν. οὐσ., ἀποσπερίτης 1, ὃ ἰδ., Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA