ἀποκοψιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοψιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκοψιˬάρις ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οὐδ. ἀποκοψιˬάρικο Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Ἤπ. Κύθηρ. Κύθν. ἀποκοψάρικο Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀπουκουψάρ’κου Σκόπ. ᾿πουκουψάρ᾽κου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀποκοψάρι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκόβω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις. Εἰς τὸ ἀποκοψάρικο κτλ. πρόκειται ἀπώλεια οὐρανώσεως διὰ τὸ ψ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀπογαλακτισθείς, ἐπὶ νεογνοῦ ἀνθρώπου καὶ ζῴου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀποκοψιˬάρις εἶναι καὶ ’ιˬὰ ’φτὸ κλαίει Ἀπύρανθ. Ἀποκοψιˬάρικο ἀρνὶ - παιδὶ Κύθηρ. Ἀποκοψιˬάρικο γουρούνι Κύθηρ. Ἀποκοψάρικο παιδὶ Ἄμφ. || Φρ. ’Πουκουψάρ’κου πιδὶ (παιδίον τῆς ἡλικίας τοῦ ἀπογαλακτισμοῦ) Στρόπον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA