ἀπορριζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορριζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπορριζώνω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀπορριζῶ.
Σημασιολογία
'Εκβάλλω, ἀποσπῶ ἐκ τῆς ρίζης, ἐκριζῶ ἔνθ' ἀν.: Ἔσυρε τιˬ ἀπερρίζωσε τὸ φυτὸ Ὄφ. Ἄνεμο δεντρὰ ἀπερρίζωσε αὐτόθ. Τῆς κορφῆς μου τὰ μαλλιˬὰ ἐπερριζῶθαν Οἰν. || ᾎσμ. Νὰ σείσω τοὺς χαμάμπελους, ν' ἀπορριζώσω δέντρα Κερασ. Συνών. ξερριζώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA