ἀπονερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπονερίζω ἀμάρτ. ᾽πονερίζου Εὔβ. (Ὄρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. νερό.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῆς πλύσεως τῶν ἐνδυμάτων, πλύνω αὐτὰ κατὰ τὸ τελευταῖον στάδιον διὰ μόνου ὕδατος: Κοντεύου νὰ τὰ ’πονερίσου. Συνών. ξεπλένω, ξεβγάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/