ἀπόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόνερο τό, Ἄνδρ. Θρᾴκ. Πελοπν. (Καλάμ. Τρίκκ.) Σκῦρ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. - ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 147 ΑΧατζημιχ. Ἑλλην. τέχν. Σκῦρ. 110 ἀπόνιρου Μακεδ. (Αυλ.) Σκόπ. κ.ἀ. ᾿πόνερο Μακεδ. (Καστορ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ἀπονέρι Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) - ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ. 146 ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 102 ᾿πονέριν Κύπρ. ᾿πινέρ᾿ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. νερό.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑπολειπόμενον ἐν τῇ δεξαμενῆ ὕδωρ μετὰ τὴν ἄρδευσιν Κρήτ. (Κατσιδ.) Κύπρ. Σκόπ. κ.ἀ.: Πιστεύω πῶς θὰ ποτίσῃς μὲ τ’ ἀπονέρι τσῆ στέρνας τὸ κηπούλλι Κατσιδ. Τὸ ’πονέριν σου ᾿κανεῖ με ταὶ μένα νὰ ποτίσω Κύπρ. || Παροιμ. ᾽Εκεῖ ποῦ πάει τὸ πολὺ νερὸ πάει καὶ τ’ ἀπονέρι (ὅτι καὶ τὰ ὀλίγα ἀγαθὰ συσσωρεύονται εἰς τοὺς ἔχοντας τὰ πολλὰ) Λεξ. Δημητρ. β) Τὸ ἐπὶ πλέον κατὰ τὴν ἄρδευσιν ὕδωρ τὸ διαχεόμενον ἔξω τῆς ἀρδευομένης ἐκτάσεως Πελοπν. (Τρίκκ.) κ.ἀ.: Μὲ τ᾽ ἀπόνερο φεύγ' ἠ λιποάδα (ἡ λιπαρότης τοῦ ἐδάφους). 2) Τὸ πρὸς οἱανδήποτε πλύσιν χρησιμοποιηθὲν καὶ ἀκάθαρτον καταστὰν ὕδωρ Ἴμβρ. Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. Πβ. ἀπόπλυμα. 3) ’Επὶ ἀποστάξεως ρόδων ἢ ἄλλων ἀνθέων, τὸ ἐκ δευτέρας ἢ τρίτης ἀποστάξεως λαμβανόμενον ὑγρὸν Θρᾴκ. β) ᾽Επὶ ἀποστάξεως στεμφύλων, τὸ μετὰ τὴν ἀπόσταξιν ὑπολειπόμενον ὕδωρ περιεκτικὸν ἴχνους οἰνοπνεύματος Μακεδ. (Αὐλ. Καστορ.) Πελοπν. (Καλάμ.) γ) Τὸ ἐκ τῆς κατασκευῆς τοῦ σάπωνος ὑπολειπόμενον ὕδωρ Πελοπν. (Καλάμ.) 4) Τὸ ἐκ τῆς ἐκθλίψεως τῶν ἐλαιῶν ὑπολειπόμενον ὕδωρ, περιεκτικὸν ἴχνους ἐλαίου Ρόδ. Σάμ. Συνών. μούργα. 5) Ὕδωρ ἐλαφρῶς χρωματισθὲν ἐκ τῆς παραμονῆς ἐν αὐτῷ χρωστικῶν τινῶν φυτῶν, λαμβανόμενον δὲ πρὸς ἐπιτυχίαν σχετικῶν τινων ἀποχρώσεων Σκῦρ. -ΑΧατζημιχ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄν θέλῃς νὰ κάμῃς τῆς ἐλαι͜ᾶς τὸ φύλλο (γαλαζὶ πράσινο), τ᾿ ἀφίνεις ’ς τ’ ἀπόνερα τῶν φροκαλιˬῶν λίγες μέρες ὥς νὰ πάρῃ τὸ χρῶμα ΑΧατζημιχ. ἔνθ’ ἀν. 6) Πληθ., ἡ ἑκατέρωθεν τοῦ τρέχοντος πλοίου προκαλουμένη κυμάτωσις Ἄνδρ.-ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ᾽ ἀν. ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αρμένιζε σὰ θεριό... κιˬ ἄφινε χοχλᾶτα ἀπόνερα τὸ πέρασμά του Μπαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ ἀπονέριˬα του μόνον ἔδειχναν ἀκόμη τὸ γοργὸ διˬάβα του ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. Χωρὶς νὰ βλέπῃ κἀνεὶς ἄλλο κῦμα παρὰ τὰ νερὰ καὶ τ᾿ ἀπονέριˬα τοῦ καραβιˬοῦ ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀπονεριˬά. β) Ἡ λευκὴ ἀφρώδης γραμμὴ τῆς θαλάσσης τὴν ὁποίαν σχηματίζει τὸ τρέχον πλοῖον ὄπισθέν του Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/