ἀποκρέββατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρέββατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποκρέββατος ὁ, Ἀμοργ. Ἰόνιοι Νῆσ. Ἰων. (Κρήν.) Κίμωλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σίκιν. Σίφν. Χίος κ.ἀ. ἀποκρέββατ-τος Ἀστυπ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ἀποκρέββατες Σκῦρ. ἀπουκρέββατος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀποκρέατος Χάλκ. ἀποκρίατος Κάρπ. Κῶς ἀποκρίατ-τος Ρόδ. ἀποκράββατος Λέρ. ᾿ποκρέββατος Κύθν. ἀποκρέββατο τό, Ἀμοργ. Πάρ. (Λευκ.) ᾿ποκράββατο Λέρ. ἀποκριατὴ ἡ, Κῶς ἀποκρέββατα τά, Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κρέββατος, παρ' ὃ καὶ κρεββατή, ὅθεν τὸ ἀποκριατή.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑπὲρ τὸ ἔδαφος τῆς οἰκίας μικρὸν πάτωμα, εἰς τὸ μέσον περίπου μεταξὺ στέγης καὶ ἐδάφους, χρησιμοποιούμενον ὡς κλίνη δι’ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας Σκῦρ. 2) Ὁ ὑπὸ τὸ πάτωμα τοῦτο χῶρος χρησιμεύων ὡς ἀποθήκη τῶν τροφίμων κυρίως, ἀλλὰ καὶ ἄλλων πράγματων Ἀστυπ. Κάρπ. Κῶς Λέρ. Ρόδ. Σκῦρ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ.: 'Σ τοῖς χαρές σου͵ κόρη μου, καὶ νά 'μπου ᾿ς τὸν ἀποκρέββατον Ρόδ. Ἡ γρgιˬὰ ἔθελεν νὰ κλώσουν τὸ σκουλdὶν κ᾿ ἥψεν τὸν λύχνον μέσ᾽ ’ς τὸν ἀποκρέβ-βατ-το αὐτόθ. Μέσ' ᾽ς τὸν ἀποκρέββατε ἔχομε τὰ ξύλα τσαὶ τ᾽ς καρποί μας Σκῦρ. || Παροιμ. Τὴν πλύτραν εἶδεν τὸ ψωμὶ κ᾽ ἧμπε ’ς τὸν ἀποκρέββατ-τον (ὅτι μετὰ τὴν πλύσιν ὡς βαρεῖαν ἐργασίαν ἡ ὄρεξις εἰναι μεγίστη) Σύμ. || ᾌσμ. Καὶ δέσε τον καὶ βάλε τον ’ς τὸν ἀποκρέββατ-τόν σου Τῆλ. Εἴπου σου τσαὶ ξανάπου σου ’ς τοὶς Μενετὲς νὰ πάῃς, νὰ μπῇς ᾽ς τὸν ἀποκρίατο, ξύλο πολ-λὺ νὰ φάῃς Κάρπ. β) Ὁ ὑπὸ τὴν κλίνην χῶρος Ἰόνιοι Νῆσ. Ἰων. (Κρήν.) Κίμωλ. Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ.) Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λευκ.) Ρόδ. Σίκιν. Χίος κ.ἀ.: Ἐχώστην 'ς τ’ ἀποκρέββατα Ρέθυμν. Ἐτρύπωσε ’ς τὸν ἀποκρέββατο αὐτόθ. Τὰ παπούτσιˬα μου εἶναι ἀπουκάτου ᾿ς τὸν ἀποκρέββατο Ἀπύρανθ. Ὅ,τι θέλει βρίχνει κιˬἀεὶς ᾽ς τ’ ἀποκρέββατά τση Σφακ. || Παροιμ. Κάλλιˬο γιˬοῦ ἀποκρέββατο παρὰ γαμπροῦ κρεββάτι (ὅτι οἱ γονεῖς προτιμοῦν τὴν πλησίον τῶν υἱῶν διαμονὴν παρὰ πλησίον τῶν γαμβρῶν) Ἰόνιοι Νῆσ. γ) Λάκκος ὑπὸ τὴν κλίνην χρησιμεύων ὡς ἀποθήκη Κίμωλ. Σίφν. δ) Ὁ χῶρος κάτωθεν ξυλίνου σκεύους, ἐφ' οὗ τοποθετοῦν τὰ στρώματα καὶ τὰ κλινοσκεπάσματα, χρησιμεύων ὡς ἀποθήκη Ρόδ. 3) Μέρος τοῦ δωματίου τοῦ ὕπνου χωριζόμενον διὰ φράγματος ξυλίνου, χρησιμοποιούμενον ὡς ἀποθήκη Ἀμοργ. 4) Ἀποθήκη ἐν εἴδει ἐπιμήκους κιβωτίου χρησιμοποιουμένου καὶ ὡς κλίνης Χάλκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/