ἀπόρριψι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόρριψι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόρριψι ἡ, Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿πόρριψι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπόρριψις.

Σημασιολογία

1) Ἔκχυσις τῆς γονῆς τοῦ ἄρρενος, ἀποσπερμάτισις Κύπρ. 2) Ἐπὶ ζῴων ἔκτρωσις τοῦ κυοφορουμένου Καλαβρ. (Μπόβ.): Μὴ κάμῃ ἀπόρριψι κἀμμία κουνέα (νὰ μὴ ἀποβάλῃ καμμία γουρούνα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/