ἀπόκρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκρεμα τό, ἀμάρτ. ἀπόκριμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκρεύω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ κρεοφαγῇ τις τὴν τελευταίαν πρὸ τῆς νηστείας ἡμέραν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/