ἀποκρέμομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρέμομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκρέμομαι Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κρέμομαι.

Σημασιολογία

Ἐξαρτῶμαι ἀπό τινος: Φρ. μεταφ. Ἀποκρέμομαι ᾿ς τὸ λαιμό σου (εἰς σὲ στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου). Ἀπ᾿ αὑτὸν ἀποκρέμονται τόσες ψυχὲς (εἰς αὐτὸν ἐλπίζουν πολλοί).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/