ἀποσπρώχνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσπρώχνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσπρώχνω ᾿Αθῆν. Πελοπν. (Μάν.) -Α᾽Εφταλ. Μαζώχτρ.33 ΙΔραγούμ. Σταμάτ. 88
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σπρώχνω.
Σημασιολογία
1) ᾿Απωθῶ Α’Εφταλ. ἔνθ’ ἄν.: Ἔβαλε τὸν ἀγκῶνα της ἡ ’Ασήμω σὰ νὰ τὸν ἀποσπρώξῃ. β) ᾽Απωθῶ ἐντελῶς Πελοπν. (Μάν) : Τὸν ἔσπρωξε μία φορὰ καὶ τὸν ἀποσπρώχνει πάλι κατόπι ὥσπου τὸνε γκρέμισε κάτου. 2) Ἀποπέμπω, ἀποδιώκω ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αρκετὰ πεˬὰ μὲ ἀποσπρώξατε . . . ἂν ποτὲ τύχῃ νὰ θελήσετε πάλι τὴ συντροφιˬά μου, θὰ τὴν ἔχετε, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὴ ζητήσετε σεῖς. 3) Φέρομαι σκαιῶς πρός τινα ᾽Αθῆν.: Μὴν ἀποσπρώχνῃς ἔτσι τὸ παιδί. Συνών. ἀποπαίρνω 1, ἀποσπιθιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA