ἀποκρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρεύω σύνηθ. ἀπουκρεύου βόρ. ἰδιώμ. ἀποκρεύγω Κῶς Σίφν. κ.ἀ. ἀποκρεύγου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονιστρ. κ.ἀ.) ἀποκρέγγου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἀποκρεˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. ἐν λ. Ἀπόκρεως.
Σημασιολογία
1) Κρεοφαγῶ τὴν τελευταίαν πρὸ τῶν νηστειῶν ἡμέραν σύνηθ.: Ἀποκρεύουν μαζὶ ὅλο τὸ συγγενολόγι. Ἐφέτος θ᾿ ἀποκρέψωμε ’ς τοῦ γαμπροῦ μου σύνηθ. Καλὰ ἀπουκρέψαμι, μ’ νὰ ἰδοῦμι τὶ πασκαλιˬὰ θὰ μᾶς ἔρθ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τοὶς ἐλα͜ιὲς τοὶς μαζώνουν ἀποκρεύοντα τ᾿ ἅι-Φιλίππου (μετὰ τὰς Ἀπόκρεως τοῦ ἁγίου Φιλίππου) Πελοπν. (Οἰν.) || Παροιμ. Ὁ φτωχὸς ὁ Φίλιππος ὅλη ’μέρα δούλευε καὶ τὸ βράδυ ἀπόκρεω (ὅτι ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Φιλίππου, καθ’ ἣν ἡ Ἀπόκρεως τῶν Χριστουγέννων, δὲν ἔχει ἀργίαν) πολλαχ. β) Τρώγω περισσότερον τοῦ δέοντος, ἀδηφαγῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.): Δὲν ἀπουκρεύ’ν σήμιρα. 2) Μετβ. τρώγω τι κατὰ τὰς Ἀποκρεως διὰ τελευταίαν φορὰν Ἤπ. (Ζαγόρ) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀπόψι ἀπουκρεύουμι τοὺ κρεˬάς Ζαγόρ. Ἀπουκρεύουντα κὶ τοὺ τυρὶ ἔχουμι τ᾽ν καθαρουβδουμάδα Αἰτωλ. β) Τρώγω τι διὰ τελευταίαν φοράν, ὅπερ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν εἶναι εὐπόριστον Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ. Τρίπ.) Σίφν. κ.ἀ.: Ἀποκρέψαμε σήμερα τὰ πορτοκάλιˬα - τὰ σταφύλιˬα κττ. Τριπ. || Φρ. Ἀπόκριψι τ᾽ bίττα (ἀπέθανε) Σάμ. 3) Καθόλου, ἀπέχομαι τῆς κρεοφαγίας Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀποκρεώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA