ἀπόστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόστα ἐπίρρ. Ζάκ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Μύκ. Παξ. Τῆν Χίος κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ᾽Ιταλ. φρ. a posta. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐπιστολῇ τοῦ 1787. Ἰδ. ΔΚαμπούρογλ. Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην. 2,317.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τούτῳ, ἐπίτηδες ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἔστειλ’ ἀπόστα γιˬὰ νὰ μ᾿ ἀββιζάρῃ Κέρκ. Ἤρθανε ἀπόστα νὰ τόνε πάρουνε αὐτόθ. Ἦρθεν ἀπόστα νὰ τὸν πάρῃ Κύπρ. Ἀπόστα τὰ παράτ’σα τὰ χωράφιˬα Τῆν. || Παροιμ. ’Απόστα σ᾽ ἔκαμα κουμπάρο | γιὰ ν’ ἁπλώνω μὲ τὸ θάρο Κεφαλλ. ᾽Απόστα εἶναι τὰ δόντιˬα σου γιˬὰ νὰ βαστοῦν τὴ γλῶσσα (ὁ νοῦς πρέπει νὰ κατευθύνῃ τοὺς λόγους) Κέρκ. Συνών. ἀποστάρικα, ἐπιταυτοῦ, ξαπόστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA