ἀπορρουβῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρουβῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρουβῶ ἀμάρτ. ’πορρουβῶ Κύπρ. ᾽πορρουβίζω Κύπρ. Μετοχ. ᾽πορρουϊσμένος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.

Σημασιολογία

Ἐπὶ δένδρων, σχηματίζω λοβούς, δένω τὸν καρπόν: ᾿πορρούβησεν ἡ ἀθαιˬά μας (ἐξήνθησε καὶ ἔδεσε τὸν καρπόν). Τ’ ἀμπέλιˬα ἀρκινοῦν ταὶ ᾽πορρουβοῦν. ’Επορρούβησαν οἱ ἐλα͜ιές. Ἡ λεμονεˬὰ ᾿πορρουβᾷ λεμόνια. || ᾎσμ. Ταὶ νὰ τῆς πῇ βερκόλεχνη, ἔν᾿ βέρκα ταὶ λυΐζει, ταὶ νὰ τῆς πῇ γλυκομηλεά, ᾿πορρουϊσμένη μῆλα. Καὶ ἀμτβ. δένομαι, σχηματίζομαι, ἐπὶ τῶν καρπῶν: ᾿Επορρουβῆσαν τὰ μῆλα – τὰ σταφύλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/