ἀποκρισιˬάτωρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρισιˬάτωρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποκρισιˬάτωρας ὁ, Ἤπ. ἀποκρισάτωρας Ἰθάκ. Κεφαλλ. Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόκρισι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άτωρας.
Σημασιολογία
Ὁ κομίζων ἀπόκρισιν: Παροιμ. Ἀποκρισάτωρας δὲ δέρνεται (ὁ κομίζων δυσάρεστον ἀπόκρισιν δὲν εὐθύνεται δι’ αὐτὴν) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Καλὸς ἀποκρισάτωρας πάει ’ς τὸν κάτου κόσμο κιˬ ὁπὄχει λόγιˬα ἃς τοῦ πῇ κιˬ ἄς τοῦ τὰ παραγγείλῃ Λευκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA