ἀποκρισοβόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρισοβόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκρισοβόλι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπόκρισι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –βόλι.
Σημασιολογία
Πολλαὶ καί πως αὐθάδεις ἀποκρίσεις: Εἶd’ ἀποκρισοβόλι ’ναι, καμένε, ποῦ τὸ δώνεις! Συνών. ἀποκρισοθέμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA